Η «Άγια Νύχτα» είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ’ όλο τον κόσμο. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες, ενώ υπάρχουν αμέτρητες διασκευές-θα την ακούσετε ακόμα και ως gospel ή ως heavy metal μελωδία. Μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, τη θεωρούσαν ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, που αγγίζει τις καρδιές των ανθρώπων.
Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντν, αλλά και στον Μπετόβεν. Η αλήθεια είναι πως η Άγια Νύχτα δημιουργήθηκε από τον εφημέριο Γιόζεφ Μορ και ακούστηκε για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας. Ο Μορ, σύμφωνα με μια εκδοχή, είχε γράψει τους στίχους του τραγουδιού δύο χρόνια πριν, για να δώσει ελπίδα στο ποίμνιό του, που υπέφερε από τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου.
Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως το 1818 ένας περιοδεύων θίασος θα αναπαριστούσε την ιστορία της γέννησης του Χριστού στο μικρό χωριό, ακολουθώντας τη μεσαιωνική παράδοση των Mysteries Plays. Όμως, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν λειτουργούσε, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του. Έτσι ο Μορ αποφάσισε η παράσταση να δοθεί σε ένα σπίτι του χωριού, όπου θα υπήρχε κάποιο πιάνο. Όντως η παράσταση έγινε και το βράδυ, καθώς ο εφημέριος γύριζε σπίτι του, μαγεύτηκε από το χιονισμένο τοπίο κι εμπνεύστηκε τους στίχους της «Άγιας νύχτας. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 λοιπόν ζήτησε από τον συνθέτη Φραντς Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για κιθάρα. Οι δυο φίλοι εκείνη την Παραμονή έψαλαν για πρώτη φορά το τραγούδι τους στους πιστούς. Το κομμάτι είναι γραμμένο σύμφωνα με το ιταλικό μουσικό στυλ «siciliana», το οποίο μιμείται τον ήχο του νερού και τον παφλασμό των κυμάτων.
Το κοινό ενθουσιάστηκε, όμως η «Άγια νύχτα» δεν έγινε διάσημη αμέσως. Σύμφωνα με τον Γκρούμπερ, το 1854 δύο περιοδεύοντες θίασοι τραγουδιστών, οι Στράσερ και οι Ράινερ, συμπεριέλαβαν το τραγούδι στο ρεπερτόριό τους. ‘Ετσι άρχισε να γίνεται γνωστό και πέρα από τον Όμπερντορφ. Οι Ράινερ μάλιστα ήταν οι πρώτοι που το τραγούδησαν στην Αμερική σε μια περιοδεία τους, ενώ το 1834 οι αδελφές Στράσερ τραγούδησαν την «Άγια Νύχτα» για τον βασιλιά Φρειδερίκο Γουίλιαμ Δ’ της Πρωσίας, ο οποίος ενθουσιάστηκε και απαίτησε να παίζεται το κομμάτι στον καθεδρικό ναό κάθε χρόνο, ανήμερα των Χριστουγέννων.
Άλλοι πάλι λένε ότι η Άγια Νύχτα τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων του 1818 και μετά ξεχάστηκε. Το 1825, ο τότε εφημέριος της εκκλησίας του Όμπερντορφ κάλεσε έναν επισκευαστή εκκλησιαστικών οργάνων, τον Καρλ Μαουράχερ. Αυτός ανακάλυψε στο πίσω μέρος του οργάνου, πεταμένο ένα αντίγραφο του τραγουδιού. Έτσι η «Άγια Νύχτα» άρχισε να διαδίδεται στις γερμανικές χώρες, ενώ το 1840 εκδόθηκε για πρώτη φορά με την ένδειξη «αγνώστου συνθέτη». Στην αγγλική γλώσσα μεταφράστηκε το 1863 από τον Τζον Φρίμαν τον Νεότερο, με λίγο διαφορετική μελωδία από την πρωτότυπη.
Αξίζει να πούμε ότι την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα αγγλικά και γερμανικά στρατεύματα, τραγούδησαν ταυτόχρονα την «Άγια Νύχτα» κατά τη χριστουγεννιάτικη ανακωχή του 1914. Ο λόγος που επέλεξαν το συγκεκριμένο τραγούδι πως ήταν μεταφρασμένο και στις δυο γλώσσες και πως το αγαπούσαν εξίσου και οι δυο πλευρές.
Για χρόνια, οι εκδοχές για το ποιος δημιούργησε την «Άγια νύχτα» ήταν πολλές. Μέχρι που το 1995 ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα του Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στην αριστερή πλευρά αναγράφεται η ημερομηνία συγγραφής των στίχων και στην άνω δεξιά γωνία υπάρχει η ένδειξη «Melodie von Fr. Xav. Gruber». Σήμερα η παρτιτούρα αυτή φυλάσσεται στο Carolino Augusteum Museum του Σάλτσμπουργκ.